Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η γενική

  • 1 γενικη

         γενική
         (sc. πτῶσις) родительный падеж Plut., Diog.L.

    Древнегреческо-русский словарь > γενικη

  • 2 γενική

    γενικός
    belonging to: fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > γενική

  • 3 γενικῇ

    γενικός
    belonging to: fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > γενικῇ

  • 4 γενική

    η грам, родительный падеж

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γενική

  • 5 γενική

    γενικός
    belonging to: fem nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > γενική

  • 6 γενική

    [геники] ουσ. Θ. (γραμ.) родительный падеж,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γενική

  • 7 γενική

    [геники] ουσ θ (γραμ) родительный падеж.

    Эллино-русский словарь > γενική

  • 8 γενική

    génitif

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > γενική

  • 9 γενική

    dopełniacz (m) rzecz.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > γενική

  • 10 γενική

    genitiv

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > γενική

  • 11 γενική

    genitive

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γενική

  • 12 μέσω + γενική

    per mitj'a de la..

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > μέσω + γενική

  • 13 πρόβα τζενεράλε, γενική δοκιμή

    l'assaig general

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > πρόβα τζενεράλε, γενική δοκιμή

  • 14 génitif

    γενική

    Dictionnaire Français-Grec > génitif

  • 15 genitiv

    γενική

    Česká-řecký slovník > genitiv

  • 16 genitive

    γενική

    English-Greek new dictionary > genitive

  • 17 dopełniacz

    γενική

    Słownik polsko-grecki > dopełniacz

  • 18 общий

    επ., βρ: общ, общи, обще.
    1. γενικός, καθολικός•

    -ее правило γενικός κανόνας•

    -е собриние γενική συνέλευση•

    -ее название γενική ονομασία•

    общий кризис γενική κρίση•

    -ее впечатление γενική εντύπωση•

    -ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•

    -ее благо γενικό καλό.

    2. κοινός•

    общий язык κοινή γλώσσα•

    -ее мнение κοινή γνώμη•

    -ее дело κοινή υπόθεση•

    -ими силами με κοινές δυνάμεις•

    -ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•

    -ая черти κοινό χαρακτηριστικό•

    -ими усилиями με κοινές προσπάθειες.

    3. ολικός, συνολικός•

    -ая стоимость ολική αξία ή κόστος•

    -итог ολικό άθροισμα•

    -ая сумма ολικό ποσό.

    4. βασικός• θεμελιώδης•

    -ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.

    εκφρ.
    в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•
    -ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•
    - ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•
    в -ем – εν τέλει, τελικά•
    в -ем и в целом – γενικά•
    в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•
    общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•
    найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•
    в -ем сказать – για να πω γενικά•
    наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•
    - ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > общий

  • 19 всеобщий

    всео́бщ||ий
    прил γενικός, παγκόσμιος, καθολικός, πάγκοινος:
    \всеобщийее избирательное право ἡ καθολική ψηφοφορία· \всеобщийее обязательное обучение ἡ γενική ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση· \всеобщийая перепись населения ἡ γενική ἀπογραφή· \всеобщийая воинская обязанность ἡ γενική στρατιωτική θητεία· \всеобщийее разоружение ὁ γενικός (или ὁ καθολικός) ἀφοπλισμός· \всеобщийая история ἡ παγκόσμια ίστορία· получить \всеобщийее признание ἀποκτῶ τή γενική ἀναγνώριση, ἀναγνωρίζομαι ἀπό ὀλους.

    Русско-новогреческий словарь > всеобщий

  • 20 общий

    общ||ий
    прил
    1. κοινός, γενικός:
    \общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·
    2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:
    \общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Русско-новогреческий словарь > общий

См. также в других словарях:

  • γενική — η η δεύτερη πτώση των ονομάτων της ελληνικής γλώσσας: Γενική κτητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενική — Όρος της γραμματικής. Μία από τις πτώσεις της ελληνικής γλώσσας. Στην αρχαία ελληνική, όπως και στην καθαρεύουσα, η πρώτη κλίση των αρσενικών και η δεύτερη όλων των γενών έχουν κατάληξη σε –ου (ακόμα αρχαιότερη σε –οιο και –oo), η πρώτη των… …   Dictionary of Greek

  • Γενική Επιθεώρησις — Δεκαπενθήμερο αθηναϊκό φιλολογικό περιοδικό (1892 93). Εκδότης του ήταν ο Αθανάσιος Αργυρός. Στο περιοδικό δημοσιευόταν πλούσια βιβλιογραφία των νέων εκδόσεων …   Dictionary of Greek

  • Γενική Εφημερίς της Ελλάδος — Η πρώτη επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο στις 7 Οκτωβρίου 1825, με διευθυντή τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ήταν δισεβδομαδιαία και εκδιδόταν έως τις 18 Απριλίου 1832, οπότε μετονομάστηκε Εθνική Εφημερίς …   Dictionary of Greek

  • Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος — (ΓΣΕΕ). Η ανώτατη ελληνική συνδικαλιστική εργατοϋπαλληλική οργάνωση. Στους κόλπους της συνενώνει όλα τα εργατικά κέντρα και τις εργατοϋπαλληλικές ομοσπονδίες. Ιδρύθηκε από το Α’ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, που έγινε στην Αθήνα και τον Πειραιά… …   Dictionary of Greek

  • γενικῇ — γενικός belonging to fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενική — γενικός belonging to fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Η γενική σχετικότητα — Είδαμε ότι σ’ ένα μη αδρανειακό σύστημα, όταν δεν ενεργούν εξωτερικές δυνάμεις, ένα σώμα δεν κινείται με ομοιόμορφη κίνηση, αλλά κινείται σαν να υπόκεινταν σε μια δύναμη (δύναμη αδράνειας) που είναι ανάλογη με τη μάζα του (μάζα αδράνειας). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) …   Dictionary of Greek

  • νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… …   Dictionary of Greek

  • Προέλληνες — Γενική ονομασία που δίνεται στους «αρχαιότατους» του ελληνικού χώρου, στους κατοίκους δηλαδή της Ελλάδας πριν εμφανιστούν οι Έλληνες. Οι κάτοικοι εκείνοι ήταν κυρίως Πελασγοί, Αιγαίοι και Κρητικοί. Ανήκαν και αυτοί στη λευκή φυλή, ήταν έξυπνοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»